Oxford Spanish Dictionary
I. particular [αμερικ pə(r)ˈtɪkjələr, βρετ pəˈtɪkjʊlə] ΕΠΊΘ
1. particular (specific, precise):
2. particular (special):
3. particular (fastidious) pred:
II. particular [αμερικ pə(r)ˈtɪkjələr, βρετ pəˈtɪkjʊlə] ΟΥΣ
1. particular (detail) τυπικ:
στο λεξικό PONS
I. particular [pər·ˈtɪk·jə·lər] ΕΠΊΘ
1. particular:
- particular
- particular
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.