Oxford Spanish Dictionary
peculiar ΕΠΊΘ
1. peculiar (característico):
- peculiar
-
2. peculiar (poco común, raro):
- peculiar sensación
- peculiar
- peculiar sensación
-
στο λεξικό PONS
peculiar ΕΠΊΘ
1. peculiar (especial):
- peculiar
-
2. peculiar (raro):
- peculiar
- peculiar
peculiar [pe·ku·ˈljar] ΕΠΊΘ
1. peculiar (especial):
- peculiar
-
2. peculiar (raro):
- peculiar
- peculiar
- peculiar
- peculiar
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- PECO
- pécora
- pecoso
- pectina
- pectoral
- peculiar
- peculiaridad
- peculio
- pecuniario
- peda
- pedado