Oxford Spanish Dictionary
singular1 ΕΠΊΘ
1.1. singular τυπικ (extraordinario, especial):
1.2. singular (peculiar, raro):
1.3. singular τυπικ (excepcionalmente bueno):
- singular
-
2. singular ΓΛΩΣΣ:
- singular
- singular
στο λεξικό PONS
I. singular ΕΠΊΘ
I. singular [sin·gu·ˈlar] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.