Oxford Spanish Dictionary
abnormal [αμερικ æbˈnɔrməl, βρετ əbˈnɔːm(ə)l] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ
- abnormal
-
- abnormal
-
- abnormal behavior
-
- abnormal behavior
-
- abnormal level/rate
-
- abnormal level/rate
-
- abnormal psychology
-
στο λεξικό PONS
-
- abnormal
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.