Kan·di·dat(in) <-en, -en> [kandiˈda:t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Kandidat (Bewerber):
- Kandidat(in)
-
- Kandidat(in)
-
- jdn als Kandidaten [für etw αιτ] aufstellen ΠΟΛΙΤ
-
- jdn als Kandidaten [für etw αιτ] aufstellen ΠΟΛΙΤ
-
2. Kandidat ΣΧΟΛ (Student):
- Kandidat(in)
-
3. Kandidat (in Wettbewerb):
- Kandidat(in)
-
- contestant in a quiz
- Kandidat(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
-
- Kandidat(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
-
- Kandidat(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
- probable ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ
- Kandidat(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
-
- Kandidat(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
-
- Kandidat(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.