στο λεξικό PONS
- Antragsteller(in)
- applicant
-
- applicant
- Gesuchsteller(in)
- applicant
- Gesuchsteller(in)
- applicant
- Mitanmelder(in)
- joint applicant
- Mitanmelder(in)
- co-applicant
-
- first applicant
- Voranmelder(in)
-
- Bewerber(in)
- applicant
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
applicant ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- applicant
- Gesuchsteller αρσ
- applicant
- Antragsteller αρσ
applicant rating ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ, ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- applicant rating
-
admitted applicant ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- admitted applicant
-
applicant status ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ, ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- applicant status
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.