στο λεξικό PONS
Be·fra·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Befragung (das Befragen):
2. Befragung (Konsultierung):
- Befragung
-
-
- Befragung θηλ <-, -en>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Befragung ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.