στο λεξικό PONS
Ar·beits·platz <-es, -plät·ze> ΟΥΣ αρσ
1. Arbeitsplatz (Arbeitsstätte):
- Arbeitsplatz
-
- Arbeitsplatz
-
-
- Arbeitsplatz αρσ <-es, -plät·ze>
-
- Arbeitsplatz αρσ <-es, -plät·ze>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Arbeitsplatz ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Arbeitsplatz (Anstellung)
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.