στο λεξικό PONS
ˈwork·force ΟΥΣ
1. workforce (human resources):
- workforce
-
2. workforce ΟΙΚΟΝ:
- workforce of a country
-
- workforce of a country
-
- workforce of a country
-
- exploitation of workforce
-
-
- permanent workforce
-
- workforce
-
- workforce
- Industriearbeiter αρσ πλ
- industrial workforce ουσ ενικ
-
- workforce
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
workforce ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- workforce
- Personalstärke θηλ
workforce ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
- workforce
-
- workforce
-
-
- workforce
-
- workforce ενικ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
workforce, labour force ΟΥΣ
- workforce
- Personal ουδ
industrial workforce [ɪnˌdʌstriəlˈwɜːkfɔːs] ΟΥΣ
- industrial workforce
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.