

ihr1 <γεν euer, δοτ euch, αιτ euch> [i:ɐ̯] ΑΝΤΩΝ πρόσ 2. pers. pl ονομ von sie
sie <γεν ihrer, δοτ ihr, αιτ sie γεν ihrer, δοτ ihnen, αιτ sieihrer, ihr, sie> [zi:] ΑΝΤΩΝ πρόσ, 3. πρόσ
1. sie < γεν ihrer, δοτ ihr, αιτ sie> ενικ:
Ih·re1 ΑΝΤΩΝ κτητ, substantivisch, auf Sie bezüglich
1. Ihre ενικ:
Ih·re2 ΑΝΤΩΝ κτητ, substantivisch, auf sie ενικ bezüglich
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.