στο λεξικό PONS
Brief <-[e]s, -e> [bri:f] ΟΥΣ αρσ
1. Brief (Poststück):
- Brief
-
2. Brief (in der Bibel):
- Brief
-
3. Brief ΟΙΚΟΝ → Briefkurs
Geld-Brief-Schluss·kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Geld-Brief-Schlusskurs
-
- Nachschrift Brief
-
- Nachschrift Brief
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.