στο λεξικό PONS
 
  
 Be·glei·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Begleitung (das Begleiten):
2. Begleitung (Begleiter):
 
  
 -  
-  ohne [schützende] Begleitung
-  
-  ohne Begleitung nach ουσ
-  
-  Begleitung θηλ <-, -en>
-  
-  Begleitung θηλ <-, -en>
-  
-  Begleitung θηλ <-, -en>
-  
-  Begleitung θηλ <-, -en>
-  
-  musikalische Begleitung
-  
-  ohne Begleitung
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Begleitung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-  Begleitung (Unterstützung)
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
