στο λεξικό PONS
cheap [tʃi:p] ΕΠΊΘ
1. cheap (inexpensive):
2. cheap μειωτ (exploited):
- cheap
-
- cheap labour
-
3. cheap (worthless):
- cheap
-
4. cheap μειωτ (of bad quality):
- cheap
-
- cheap
-
6. cheap μειωτ (sexually easy):
ιδιωτισμοί:
I. cheap-jack [ˈtʃi:pʤæk] dated ΟΥΣ
- cheap-jack
-
ˈcheap time ΟΥΣ αμερικ οικ
- cheap time
- Billigtarifzeit θηλ
- cheap time
-
I. dirt ˈcheap αμετάβλ ΕΠΊΘ οικ
- dirt cheap
- spottbillig οικ
II. dirt ˈcheap αμετάβλ ΕΠΊΡΡ
-
- etw verschleudern
cheap ˈmon·ey poli·cy ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cheap money policy ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.