I. er·mä·ßigt ΡΉΜΑ
ermäßigt μετ παρακειμ und 1. pers. ενικ von ermäßigen
II. er·mä·ßigt ΕΠΊΘ
I. er·mä·ßi·gen* ΡΉΜΑ μεταβ
I. er·mä·ßi·gen* ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.