dirt [dɜ:t, αμερικ dɜ:rt] ΟΥΣ no pl
1. dirt (filth):
2. dirt:
3. dirt (obscenity):
4. dirt:
5. dirt οικ (excrement):
I. dirt ˈcheap αμετάβλ ΕΠΊΘ οικ
- dirt cheap
- spottbillig οικ
II. dirt ˈcheap αμετάβλ ΕΠΊΡΡ
-
- etw verschleudern
ˈdirt track ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
1. dirt track:
2. dirt track ΑΘΛ:
- dirt track
-
ˈdirt bike ΟΥΣ
- dirt bike
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.