

Schuss <-es, Schüsse> [ʃʊs, πλ ˈʃʏsə], Schußπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
1. Schuss (Ab- o Einschuss):
4. Schuss ΠΟΔΌΣΦ (geschossener Ball):
- Schuss
-
5. Schuss αργκ (Drogeninjektion):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.