στο λεξικό PONS
al·co·hol [ˈælkəhɒl, αμερικ -hɑ:l] ΟΥΣ no pl
1. alcohol (ethyl alcohol):
- rubbing alcohol
- Franzbranntwein αρσ
al·co·hol-free [ˌælkəhɒlˈfri:, αμερικ hɑ:lˈ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- alcohol-free
-
low-ˈal·co·hol ΕΠΊΘ
- low-alcohol
-
de·natured ˈal·co·hol [di:ˌneɪtʃərdˈ-] ΟΥΣ no pl ΧΗΜ
- denatured alcohol
-
blood ˈal·co·hol ΟΥΣ no pl
- blood alcohol
-
ethyl ˈal·co·hol ΟΥΣ
- ethyl alcohol
-
ˈrub·bing al·co·hol ΟΥΣ no pl esp αμερικ, αυστραλ (surgical spirit)
- rubbing alcohol
- Wundbenzin ουδ
fusel alcohol ΟΥΣ
-
- Fuselalkohol αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
blood alcohol content ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.