στο λεξικό PONS
I. al·bi·no [ælˈbi:nəʊ, αμερικ -ˈbaɪnoʊ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- albino
- Albino- ειδικ ορολ
- albino
-
II. al·bi·no [ælˈbi:nəʊ, αμερικ -ˈbaɪnoʊ] ΟΥΣ
- albino
- Albino αρσ <-s, -s>
- Albino
- albino
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
albino [ælˈbiːnəʊ] ΕΠΊΘ
- albino
- albino
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.