Oxford Spanish Dictionary
I. cheap <cheaper cheapest> [αμερικ tʃip, βρετ tʃiːp] ΕΠΊΘ
1.1. cheap (inexpensive):
1.2. cheap (shoddy):
2.1. cheap (vulgar, contemptible):
2.2. cheap (worthless):
στο λεξικό PONS
cheap [tʃi:p] ΕΠΊΘ
6. cheap (sexually easy):
- cheap
-
cheap [tʃip] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.