στο λεξικό PONS
I. ewig [ˈe:vɪç] ΕΠΊΘ
II. ewig [ˈe:vɪç] ΕΠΊΡΡ
1. ewig (dauernd):
2. ewig οικ (ständig):
3. ewig οικ (lange Zeitspanne):
II. bö·ig [ˈbø:ɪç] ΕΠΊΡΡ
I. feig [faik], fei·ge [ˈfaigə] ΕΠΊΘ
Ring <-[e]s, -e> [rɪŋ] ΟΥΣ αρσ
1. Ring (Fingerring):
3. Ring (Kreis):
4. Ring (Syndikat):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Value-at-Risk ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Risk Capital ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Value-at-Risk-Berechnung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Risk Management ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.