I. rie·sig [ˈri:zɪç] ΕΠΊΘ
1. riesig (ungeheuer groß):
- riesig
-
2. riesig (gewaltig):
-
- riesig οικ
-
- riesig
-
- riesig
-
- riesig
-
- riesig
-
- riesig
-
- riesig οικ
-
- riesig
-
- riesig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.