I. riesig ΕΠΊΘ
1. riesig (ungeheuer groß):
2. riesig (gewaltig):
II. riesig ΕΠΊΡΡ
- riesig sich freuen
-
- riesig sich irren
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.