ter·ri·bly [ˈterəbli] ΕΠΊΡΡ
1. terribly (awfully):
2. terribly οικ (extremely):
- terribly
-
-
- terribly
-
- terribly cold/unpleasant
-
- terribly
-
- terribly
-
- terribly
-
- terribly
-
- terribly
-
- terribly
-
- terribly
-
- terribly
-
- terribly
-
- terribly
-
- terribly
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.