I. schreck·lich [ˈʃrɛklɪç] ΕΠΊΘ
schrecklich ΕΠΊΘ
- schrecklich (furchtbar: Wetter, Bedingungen)
-
-
- schrecklich
-
- schrecklich
-
- schrecklich οικ
-
- schrecklich οικ
-
- schrecklich οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.