 
  
 aw·ful [ˈɔ:fəl, αμερικ ˈɑ:-] ΕΠΊΘ
1. awful (extremely bad):
-  awful
-  
-  awful
-  
-  awful
-  
2. awful προσδιορ (great):
god-ˈaw·ful ΕΠΊΘ οικ
-  god-awful
-  beschissen αργκ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
