I. scheuß·lich [ˈʃɔyslɪç] ΕΠΊΘ
II. scheuß·lich [ˈʃɔyslɪç] ΕΠΊΡΡ
1. scheußlich (widerlich):
2. scheußlich (gemein):
-
- scheußlich
-
- scheußlich
-
- scheußlich
- atrocious weather, food
- scheußlich
-
- scheußlich οικ
-
- scheußlich
-
- scheußlich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.