στο λεξικό PONS
I. full [fʊl] ΕΠΊΘ
1. full usu κατηγορ (no space):
- full
-
- full cinema, theatre
-
2. full κατηγορ (having a lot):
3. full κατηγορ (after eating):
4. full (omitting nothing):
5. full (entire):
6. full (maximum):
- full
-
7. full (busy and active):
- full
-
8. full κατηγορ (preoccupied):
10. full (wide):
- full
-
ιδιωτισμοί:
II. full [fʊl] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
I. full-ˈfrontal ΕΠΊΘ αμετάβλ
full ˈlist·ing ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- full listing
-
full ˈage ΟΥΣ ΝΟΜ
- full age
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
full indorsement ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
full consolidation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
full age ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- full age
- Volljährigkeit θηλ
full merchant ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- full merchant
- Vollkaufmann αρσ
full employment ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
- full employment
-
execution in full ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Gesamtausführung θηλ
full funded system ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
full-year basis ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Jahresbasis θηλ
full-bodied coin ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Kurantmünze θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
full-time farming ΟΥΣ
full-time farmer ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
full cloverleaf ΥΠΟΔΟΜΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
-
- full capacity
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.