στο λεξικό PONS
al·ley [ˈæli] ΟΥΣ
1. alley (between buildings):
ˈe-sel·ler ΟΥΣ
-
- Internethändler αρσ
idler [ˈaɪdləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. idler (person):
2. idler ΤΕΧΝΟΛ:
e-fil·er [ˈi:faɪləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΔΙΑΔ
baler ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
seller of securities ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
electronic teller ΟΥΣ E-COMM
electronic wallet ΟΥΣ E-COMM
Modigliani-Miller thesis ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
antecedent valley [ˌæntɪˈsiːdntˌvæli] ΟΥΣ ΓΕΩΛ
deepened valley
head of the valley ΟΥΣ
dry valley ΟΥΣ
valley glacier
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
distribution of allele frequencies
allele frequency [əˈliːlˌfriːkwənsi] ΟΥΣ
dominant allele
recessive allele
tiller [ˈtɪlə] ΟΥΣ
contact allergy ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.