στο λεξικό PONS
wal·let [ˈwɒlɪt, αμερικ ˈwɑ:l-] ΟΥΣ
1. wallet (for banknotes, credit cards etc.):
- wallet
-
- wallet
-
2. wallet esp βρετ (for documents):
- wallet
-
-
- wallet αμερικ
-
- wallet βρετ
-
- wallet αμερικ
-
- wallet βρετ
-
- wallet αμερικ
-
- wallet βρετ
-
- wallet αμερικ
-
- wallet βρετ
-
- wallet
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
electronic wallet ΟΥΣ E-COMM
- electronic wallet (Karte zum bargeldlosen Einkauf)
-
-
- electronic wallet
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.