στο λεξικό PONS
 
  
 tell·er [ˈteləʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. teller (vote counter):
-  teller
-  
auto·mat·ic ˈtell·er ΟΥΣ αμερικ
-  automatic teller
-  
elec·tron·ic ˈtell·er ΟΥΣ ΔΙΑΔ
-  electronic teller
-  
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 electronic teller ΟΥΣ E-COMM
-  electronic teller
-  
 
  
 -  
-  electronic teller
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
