στο λεξικό PONS
Mo·ral <-> [moˈra:l] ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Moral (ethische Grundsätze):
3. Moral (Disziplin):
- Moral
-
-
- Moral θηλ <->
-
- Moral θηλ <->
- moral
- Moral θηλ <->
-
- Moral θηλ <->
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.