I. mo·ra·lisch [moˈra:lɪʃ] ΕΠΊΘ
-
- moralisch
-
- [moralisch] einwandfrei [o. untadelig]
-
- jdn [moralisch] runterziehen οικ
-
- moralisch verwerflich
-
- moralisch fragwürdig
-
- jdn [moralisch] aufrichten οικ
-
- moralisch inakzeptabel [o. nicht vertretbar]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.