öf·ter [ˈœftɐ] ΕΠΊΡΡ
2. öfter (verhältnismäßig oft):
öf·ter(s) [ˈœftɐ(s)] ΕΠΊΡΡ ιδιωμ
öfter(s) → öfter
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.