I. bes·ser [ˈbɛsɐ] ΕΠΊΘ συγκρ: gut
1. besser (höher):
- besser
-
2. besser (sozial höhergestellt):
3. besser ειρων οικ (kaum mehr als):
ιδιωτισμοί:
II. bes·ser [ˈbɛsɐ] ΕΠΊΡΡ συγκρ: gut wohl
bes·ser ge·hen, bes·ser|ge·hen ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα, ανώμ +sein
- qualitativ besser/schlechter sein
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.