I. might1 [maɪt] ΡΉΜΑ
might παρελθ of may
II. might1 [maɪt] ΡΉΜΑ βοηθ ρήμα
1. might (expressing possibility):
2. might (conceding a fact):
3. might esp βρετ τυπικ (polite form of may):
4. might τυπικ (making a suggestion):
5. might (in reproach):
ˈmight-have-beens ΟΥΣ
might-have-beens πλ οικ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.