στο λεξικό PONS
Ver·sor·gung <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Versorgung (das Versorgen):
- zusammenbrechen Versorgung
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Versorgung ΠΡΟΤΥΠΟΠ
- Versorgung der Bevölkerung
-
-
- Versorgung der Bevölkerung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.