στο λεξικό PONS
I. op·era·tive [ˈɒpəretɪv, αμερικ ˈɑ:pɚət̬ɪv] ΟΥΣ
2. operative:
II. op·era·tive [ˈɒpəretɪv, αμερικ ˈɑ:pɚət̬ɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
post-ˈop·era·tive ΕΠΊΘ αμετάβλ ΙΑΤΡ
op·era·tive ˈword ΟΥΣ
1. operative word (what's important):
2. operative word ΝΟΜ:
- operative words pl
-
ˈro·dent op·era·tive ΟΥΣ βρετ
- rodent operative
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
operative ΕΠΊΘ CTRL
- operative
-
operative management ΟΥΣ CTRL
- operative management
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.