στο λεξικό PONS
goal [gəʊl, αμερικ goʊl] ΟΥΣ
1. goal (aim):
2. goal ΑΘΛ (scoring area):
I. op·era·tive [ˈɒpəretɪv, αμερικ ˈɑ:pɚət̬ɪv] ΟΥΣ
II. op·era·tive [ˈɒpəretɪv, αμερικ ˈɑ:pɚət̬ɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
goal ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Zielvorstellung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.