στο λεξικό PONS
gül·tig [ˈgʏltɪç] ΕΠΊΘ
1. gültig (Geltung besitzend):
all·ge·mein·gül·tig, all·ge·mein gül·tig ΕΠΊΘ προσδιορ
- unbegrenzt gültig sein
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.