στο λεξικό PONS
va·lid·ity [vəˈlɪdəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
validity ΟΥΣ
-
- Integrität (f)
-
- validity [period]
- Wahrheitsgehalt einer Behauptung
- validity
-
- validity period
-
- legal validity
-
- continued validity
- Adäquatheit Kritik
- validity
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
predictive validity ΟΥΣ CTRL
- predictive validity
- Prognosekraft θηλ
period of validity ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Geltungsdauer θηλ
-
- predictive validity
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
extension of validity ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.