στο λεξικό PONS
I. ope·ra·tiv [opəraˈti:f] ΕΠΊΘ
1. operativ ΙΑΤΡ:
2. operativ ΣΤΡΑΤ:
- operativ
-
- operativ
-
II. ope·ra·tiv [opəraˈti:f] ΕΠΊΡΡ
1. operativ ΙΑΤΡ:
- operativ
-
- etw operativ entfernen
-
2. operativ ΣΤΡΑΤ:
- operativ
-
o·pe·ra·tiv ent·fer·nen ΡΉΜΑ
-
- operativ
-
- operativ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
operativ ΕΠΊΘ CTRL
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- etw operativ entfernen