στο λεξικό PONS
Ziel <-[e]s, -e> [tsi:l] ΟΥΣ ουδ
1. Ziel (angestrebtes Ergebnis):
3. Ziel ΑΘΛ (Rennen):
4. Ziel ΤΟΥΡΙΣΜ (Reiseziel):
5. Ziel ΟΙΚΟΝ (Zahlungsziel):
6. Ziel (Produktionsziel):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.