I. ener·gisch [eˈnɛrgɪʃ] ΕΠΊΘ
1. energisch (Tatkraft ausdrückend):
II. ener·gisch [eˈnɛrgɪʃ] ΕΠΊΡΡ
-
- energisch
-
- energisch
-
- energisch
- to enforce sth stringently
- etw energisch durchsetzen
-
- energisch
-
- jdm/etw [energisch] entgegentreten
-
- energisch
-
- energisch
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.