στο λεξικό PONS
I. yet [jet] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. yet (up to now):
2. yet (already):
3. yet (in the future):
4. yet (still):
- yet
-
5. yet (even):
6. yet:
II. yet [jet] ΣΎΝΔ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.