schien [ʃi:n]
schien παρατατ von scheinen
schei·nen2 <scheint, schien, geschienen> [ˈʃainən] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. scheinen (den Anschein haben):
schei·nen2 <scheint, schien, geschienen> [ˈʃainən] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. scheinen (den Anschein haben):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.