un·solved [ʌnˈsɒlvd, αμερικ -ˈsɑ:lvd] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- unsolved mystery, problem
-
- unsolved murder
-
-
- unsolved
-
- unsolved
-
- unsolved
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.