un·sound [ʌnˈsaʊnd] ΕΠΊΘ
2. unsound (not valid):
- unsound argument
-
- unsound judgement
-
3. unsound (unreliable):
- unsound person
-
- unsound person
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.