στο λεξικό PONS
Er·hö·hung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
2. Erhöhung (Anhebung):
3. Erhöhung (Verstärkung):
- Erhöhung
-
- Erhöhung
-
- die Erhöhung des Kindergeldes gilt rückwirkend zum 1.1.
-
-
- Erhöhung θηλ <-, -en>
-
- Erhöhung θηλ <-, -en>
- personal [or self-]aggrandizement
-
- augmentation of income
- Erhöhung θηλ <-, -en>
-
- Erhöhung θηλ <-, -en>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- Erhöhung der Pünktlichkeit
-
-
- Erhöhung der Pünktlichkeit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.