stich·hal·tig, stich·häl·tig ΕΠΊΘ A (überzeugend)
-
- stichhaltiges Beweismaterial
- conclusively prove
-
-
- stichhaltiges [o. überzeugendes] Argument
-
- stichhaltiges Argument
- unsound argument
-
- pertinent argument
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.