στο λεξικό PONS
Quel·le <-, -n> [ˈkvɛlə] ΟΥΣ θηλ
1. Quelle ΓΕΩΓΡ (Ursprung eines Wasserlaufes):
2. Quelle (ausgewerteter Text):
- Quelle
-
3. Quelle (Informant):
- Quelle
-
4. Quelle (Entstehungsort):
- Quelle
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- verlässliche Quelle
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Quell- und Zielbefragung ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.